Καβείρια — the Cabeiri neut nom/voc/acc pl Καβείριον the Cabeiri neut nom/voc/acc pl Καβειρίης masc voc sg Καβειρίης masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καβείριος — καβείριος, ία, ον (Α) [Κάβειροι] 1. καβειρικός 2. (το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Καβειρία προσωνυμία τής Δήμητρας από τους Καβείρους 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ Καβείρια τα μυστήρια τών Καβείρων 4. το ουδ. εν. ως ουσ. τὸ Καβείριον ιερό, ναός τών… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Σαμοθράκης — Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Σαμοθράκης βρίσκεται πάνω στον πλακόστρωτο δρόμο που οδηγεί στον αρχαιολογικό χώρο της Παλιάπολης Σαμοθράκης. Το μουσείο θεμελιώθηκε το 1939, άνοιξε όμως τις πύλες του στο κοινό το 1955. Φιλοξενεί τα ευρήματα από τις… … Dictionary of Greek
Cabíri — CABÍRI, orum, Gr. Κάβειροι, ων, waren die Einwohner eines Ortes in Böotien, deren einer Prometheus hieß, bey welchem die Ceres, als sie ihre geraubte Tochter, die Proserpina, suchte, einkehrete, und ihm, sammt dessen Sohne, dem Aetnäus, etwas… … Gründliches mythologisches Lexikon
Cabiria — CABIRIA, æ, Gr. Καβειρία, ας, ein Beynamen der Ceres, unter welchem sie insonderheit einen Hayn in Böotien hatte, in den keine ungeweihete Person kommen durfte, wo sie nicht wie des Xerxes Soldaten unsinnig werden, und sich ins Meer oder die… … Gründliches mythologisches Lexikon
CABIRI vel CABERI — CABIRI, vel CABERI Dii Phaenicum, qui Beryti maxime colebantur. Sanchoniathon apud Euseb. l. 1. Praep. Euang. Καὶ ἐτὶ τούτοις ὁ Κ???όνος Βυβλον μὲν τὴν πόλιν θεᾷ Βααλθίδι τῇ καὶ Διώνῃ διδωσι. Βηρυτὸν δὲ Ποσειδῶνι, καὶ Καβείροις.. Damascius apud… … Hofmann J. Lexicon universale
κίστη — Καλάθι ή κιβώτιο κυλινδρικού σχήματος το οποίο χρησιμοποιούσαν κατά την αρχαιότητα. Η κ. ήταν κατασκευασμένη είτε από κλαδιά πλεγμένα μεταξύ τους είτε από ξύλο ή μέταλλο ή ελεφαντόδοντο. Χρησίμευε για τη φύλαξη λαχανικών, καρπών και άλλων τροφών … Dictionary of Greek
καβειριάζομαι — (Α) [καβείριος] τελώ τα Καβείρια μυστήρια … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… … Dictionary of Greek